αυλοθήκη

αυλοθήκη
αὐλοθήκη, η (Μ)
θήκη στην οποία φυλάσσεται ο αυλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐλοθήκη — flute case fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλοθήκας — αὐλοθήκᾱς , αὐλοθήκη flute case fem acc pl αὐλοθήκᾱς , αὐλοθήκη flute case fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλοδόκη — αὐλοδόκη, η (Α) η αυλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)] …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • τύρβη — η, ΝΜΑ, και σύρβη Α βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη τής πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.) αρχ. 1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”